Επιβάτες του νέου Τιτανικού!

Απαντώντας σε ερώτηση που μας τέθηκε, τα μακροοικονομικά με τα μικροοικονομικά έχουν την εξής ειδοποιό διαφορά μεταξύ τους: τα μεν πρώτα ασχολούνται με τα σύνολα, ενώ τα δεύτερα με τα επί μέρους.

Ειδικότερα, τα μακροοικονομικά ασχολούνται με τη συνολική «συμπεριφορά» των βασικών συντελεστών μίας οικονομίας – οι οποίοι είναι (α) τα νοικοκυριά, (β) οι επιχειρήσεις, (γ) το κράτος (=Γενική κυβέρνηση, δηλαδή μαζί με τους φορείς) και (δ) το εξωτερικό εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών (=μαζί με τον τουρισμό). Αντίθετα, τα μικροοικονομικά ασχολούνται με την «ατομική συμπεριφορά» των εκάστοτε επί μέρους επιχειρήσεων.

Εν προκειμένω, οι οικονομικοί κανόνες που ισχύουν είναι εντελώς διαφορετικοί μεταξύ τους. Για παράδειγμα, εάν μία επιχείρηση που εξετάζεται από τα μικροοικονομικά έχει ζημίες που αυξάνουν τα χρέη της, τότε η βασική «συνταγή» είναι η μείωση του κόστους λειτουργίας της – μεταξύ άλλων, με την απόλυση προσωπικού.

Εάν όμως εφαρμοσθεί η ίδια «συνταγή» στα μακροοικονομικά και μειώσουν το κόστος τους όλες οι επιχειρήσεις μαζί απολύοντας εργαζομένους, τότε η συνολική οικονομία βυθίζεται στην ύφεση, η ανεργία εκτοξεύεται και οδηγείται η χώρα στο σπιράλ του θανάτου – οπότε η βασική μακροοικονομική «συνταγή» δεν είναι αυτή που δυστυχώς εφαρμόσθηκε στην Ελλάδα με τα μνημόνια, η βίαιη λιτότητα δηλαδή με στόχο τη μείωση των ελλειμμάτων του κράτους και του εξωτερικού εμπορίου, καταστρέφοντας εντελώς την οικονομία της.

Άλλωστε ποτέ και πουθενά με μοναδική εξαίρεση την Ελλάδα δεν έχει εφαρμοσθεί η βίαιη ονομαστική μείωση μισθών και συντάξεων, με αποτέλεσμα την κατάρρευση της ζήτησης, αλλά συνήθως η νομισματική υποτίμηση και ο πληθωρισμός – κάτι που δεν ήταν εφικτό στην Ελλάδα, λόγω του ευρώ.

Το μεγαλύτερο αρνητικό μακροοικονομικό πρόβλημα τώρα, είναι η αποταμίευση – η οποία, αντίθετα, είναι θετική για τις επί μέρους επιχειρήσεις ή τα νοικοκυριά. Γιατί; Επειδή μακροοικονομικά δημιουργεί ένα κενό ζήτησης, από την οποία ζήτηση εξαρτάται ο ρυθμός ανάπτυξης – με αποτέλεσμα να πρέπει να συμπληρωθεί το κενό από τους άλλους συντελεστές της οικονομίας.

Για παράδειγμα, εάν κάποιος κερδίζει 100 € και ξοδεύει τα 80 €, τότε δημιουργεί ένα κενό ζήτησης 20 € – με αποτέλεσμα να μην επενδύουν ή/και να μειώνουν τις επενδύσεις τους οι επιχειρήσεις απολύοντας εργαζομένους, αφού μειώνονται αντίστοιχα οι πωλήσεις τους.

Εάν λοιπόν τα νοικοκυριά ως σύνολο αποταμιεύουν ετήσια το 5% των εισοδημάτων τους, τότε για να μην μειωθεί η ζήτηση, αυτό το 5% θα πρέπει να καλυφθεί είτε από τις επιχειρήσεις, είτε από το κράτος, είτε από το εξωτερικό εμπόριο (=από τη ζήτηση άλλων χωρών), είτε και από τους τρεις αυτούς συντελεστές μαζί.

Εάν όμως και οι επιχειρήσεις ως σύνολο είναι καθαροί αποταμιευτές, έστω αποταμιεύοντας 2% των εισοδημάτων τους, τότε το πρόβλημα γίνεται πολύ μεγαλύτερο – πόσο μάλλον όταν και το κράτος είναι αποταμιευτής, όπως φαίνεται από το εάν έχει δημοσιονομικά πλεονάσματα στον προϋπολογισμό του.

Εν προκειμένω, για να καλυφθεί αυτό το 5%+2%, το 7% κενό ζήτησης λόγω αποταμίευσης νοικοκυριών και επιχειρήσεων, για να υπερκερασθεί καλύτερα αφού η κάλυψη του δεν οδηγεί σε ύφεση, αλλά απλά σε στασιμότητα, θα πρέπει (α) είτε να επέμβει το κράτος με ελλείμματα στον προϋπολογισμό του άνω του 7%, (β) είτε να έχει πλεόνασμα το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών άνω του 7%, (γ) είτε και οι δύο μαζί αυτοί συντελεστές να υπερβαίνουν το 7%.

Εάν τώρα και το κράτος είναι αποταμιευτής, έχει δηλαδή δημοσιονομικά πλεονάσματα έστω 1%, τότε το κενό ζήτησης είναι 5% συν 2% συν 1%, οπότε 8% – με το μοναδικό συντελεστή που να μπορεί να καλύψει αυτό το κενό να είναι το εξωτερικό εμπόριο, όπως συμβαίνει με ορισμένες χώρες (Γερμανία, Δανία, Ολλανδία, Ελβετία κλπ.) Διαφορετικά είναι αδύνατον να επιτευχθεί θετικός ρυθμός ανάπτυξης.

Συνεχίζοντας, στην Ελλάδα, το 2024 το κράτος ήταν αποταμιευτής, με δημοσιονομικό πλεόνασμα 5,6 δις € ή 2,35% του ΑΕΠ – εκτός εάν το πλεόνασμα του οφειλόταν σε άλλους παράγοντες, όπως στις επιδοτήσεις του Ταμείου Ανάκαμψης που τυχόν δεν διατέθηκαν στην οικονομία και στα 50,5 δις € που δανείσθηκε κατά την πανδημία και δαπάνησε στηρίζοντας τη ζήτηση, αυξάνοντας ανάλογα το χρέος. Επίσης, το εξωτερικό εμπόριο (=ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών) ήταν ελλειμματικό – στα 15,1 δις € ή περίπου -6,3% του ΑΕΠ.

Επομένως, για να αιτιολογείται ο ρυθμός ανάπτυξης του 2,3% και εάν υποθέσουμε ότι, το δημοσιονομικό πλεόνασμα δεν οφειλόταν στις επιδοτήσεις του Ταμείου Ανάκαμψης που τυχόν δεν διατέθηκαν στην οικονομία κλπ., θα έπρεπε τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις να είχαν αρνητική αποταμίευση πάνω από 2,35% συν 6,3% – δηλαδή αρκετά επάνω από 8,65% και ως εκ τούτου είτε να είχαν ζημίες που αύξησαν τα χρέη τους, είτε υπερβολικό δανεισμό, είτε να κατανάλωναν τις υφιστάμενες αποταμιεύσεις τους.

Προφανώς εδώ, εάν τα πλεονάσματα του κράτους που μειώνουν τα χρέη του, είναι εις βάρος των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων που αυξάνουν τα δικά τους, δεν είναι ότι καλύτερο – κάτι που μάλλον συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα, στην οποία αλλάζει σταδιακά το ιδιοκτησιακό της καθεστώς.

Επειδή δε είναι αδύνατον να μειωθούν ξανά οι μισθοί, λόγω του πολύ υψηλού κόστους διαβίωσης, μπορούν μόνο να προσληφθούν «φθηνοί» ξένοι μετανάστες – αντικαθιστώντας τους Έλληνες που μεταναστεύουν για να επιβιώσουν (κάτι που ασφαλώς δεν είναι καλό για την οικονομία, αφού αντικαθίσταται το εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό της με ανειδίκευτο, ενώ δημιουργούνται ανάλογες θέσεις εργασίας χαμηλής παραγωγικότητας, όπως στον τουρισμό).

Τέλος, βασικός παράγοντας είναι η υπερφορολόγηση που αυξάνει μεν τα δημόσια έσοδα αφαιρώντας ζήτηση, αλλά μειώνει τις αποταμιεύσεις ειδικά των νοικοκυριών, εάν μεγάλο μέρος των φόρων πληρώνονται από αυτές (η Ελλάδα ήταν η μοναδική χώρα στην ΕΕ με αρνητικές αποταμιεύσεις) – οπότε εξισορροπείται κάπως το κενό ζήτησης, αλλά έχει ημερομηνία λήξης, αφού κάποια στιγμή εξαντλούνται οι αποταμιεύσεις, οπότε η φοροδοτική ικανότητα.

Εκτός αυτού, επειδή κάποιο υπόλοιπο του δημοσιονομικού πλεονάσματος οφειλόταν στις επιδοτήσεις του Ταμείου Ανάκαμψης που δεν διατέθηκαν στην οικονομία, το πρόβλημα θα εμφανισθεί διογκωμένο μετά το 2027 – όταν διατεθούν στην οικονομία και αφού σταματήσουν οι επιδοτήσεις.

Κλείνοντας, αυτά που συμβαίνουν στην Ελλάδα ασφαλώς δεν είναι υγιή για την οικονομία, ούτε για τους Πολίτες της – ενώ τεκμηριώνουν μακροοικονομικά ότι, ο ρυθμός ανάπτυξης δεν είναι μακροπρόθεσμα βιώσιμος, καθώς επίσης πως οι Έλληνες είναι ξανά επιβάτες ενός νέου, πολύ χειρότερου Τιτανικού.

 

Translate »